ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ (Η ιμπεριαλιστική επέμβαση που έφερε τρομακτικές απώλειες)

Δημοσιεύτηκε στις Δευτέρα, 27 August 2018 06:47

Ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες από ένα πεδίο μάχης στο οποίο έχασαν τη ζωή τους περίπου 600.000 άνθρωποι και στο οποίο ο ελληνικός στρατός μέτρησε 24.200 φαντάρους νεκρούς, 49.000 «τραυματίες και αποβιώσαντες» και 18.000 αγνοούμενους.

Αυτός ήταν ο απολογισμός του γεγονότος που συνέβη τέτοιες μέρες του Αυγούστου του 1922 και έμεινε στην Ιστορία ως «Μικρασιατική Καταστροφή». Κάτι πολύ περισσότερο από το τραγουδισμένο «η Σμύρνη μάνα καίγεται»...

Της καταστροφής είχε προηγηθεί η Μικρασιατική εκστρατεία, που άρχισε στις 2 Μάη 1919 με την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη. Η ολική καταστροφή καταγράφηκε στις 31 Αυγούστου 1922 με το κάψιμο της Σμύρνης.

Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν το αποτέλεσμα της συμμετοχής της άρχουσας τάξης της Ελλάδας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής, προκειμένου να προωθήσει μέσω αυτής της συμμετοχής στην πράξη τη «Μεγάλη Ιδέα», δηλαδή την προσάρτηση εδαφών στην Ελλάδα και έτσι να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών, τα οποία διαπλέκονταν με αυτά των τότε ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας.

Τι είχε προηγηθεί

Την περίοδο Γενάρη - Μάη 1919 ο ελληνικός στρατός πήρε μέρος στην ουκρανική εκστρατεία 14 αστικών στρατών, που επιδίωκε την ανατροπή της νεοσύστατης σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία.


Η ελληνική αστική τάξη προσπάθησε να εξαργυρώσει τη συμμετοχή του κράτους της στον Α' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, αλλά και να επωφεληθεί από τη συμμαχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία), προβάλλοντας τις εδαφικές της αξιώσεις στο μεταπολεμικό ενδοϊμπεριαλιστικό παζάρι για τη διανομή των αγορών. Μάλιστα, η κυβέρνηση Βενιζέλου προσέβλεπε σε ενίσχυση των αξιώσεών της, λόγω και της συμμετοχής του ελληνικού στρατού στην ιμπεριαλιστική εκστρατεία κατά της επαναστατημένης Ρωσίας.
Πριν ακόμα από την πραγματοποίηση της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας, το ΣΕΚΕ τάχθηκε εναντίον της συμμετοχής του ελληνικού στρατού. Πρόκειται για υποδειγματική διεθνιστική προλεταριακή πολιτική στάση, παρά τη νηπιακή ηλικία του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ).

Στις 17 Δεκέμβρη 1918, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέβαλε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης υπόμνημα με τις ελληνικές αστικές διεκδικήσεις. Η ελληνική κυβέρνηση αξίωνε την επέκταση της κυριαρχίας του αστικού κράτους στη Μικρά Ασία σε μια μεγάλη ζώνη εδαφών που στα βόρεια έφτανε στα μικρασιατικά παράλια απέναντι από την Τένεδο και στα νότια απέναντι από το Καστελόριζο.

Παράλληλα, επιδιώκοντας την εξασφάλιση της συνοχής στα προς προσάρτηση εδάφη, πρότεινε την ανταλλαγή πληθυσμών με τις μη διεκδικούμενες περιοχές.

Η Σμύρνη φλέγεται

Οι ελληνικές αστικές αξιώσεις βρήκαν σύμφωνη τη Μ. Βρετανία, η οποία έτσι και αλλιώς ενδιαφερόταν για διαφορετικά τμήματα της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ αντιμετώπιζε την εδαφική επέκταση της σύμμαχης Ελλάδας ως παράγοντα διασφάλισης των συμφερόντων της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε αρχικά και η Γαλλία.

Από την άλλη πλευρά, την αντίθεσή της εκδήλωσε η Ιταλία, που κατείχε ήδη τα Δωδεκάνησα και επιδίωκε πρόσβαση στα μικρασιατικά εδάφη, αλλά σε πρώτη φάση και οι ΗΠΑ.

Αντίθετη στις επιδιώξεις της Ελλάδας ήταν και η Βουλγαρία, η οποία όμως ανήκε στα ηττημένα κράτη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου.

Τελικά, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις και ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις, αποφασίστηκε η παραχώρηση της Θράκης και της περιοχής της Σμύρνης στην Ελλάδα.

Στις 2 Μάη 1919 πραγματοποιήθηκε η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, ύστερα από τη συνεννόηση του Βενιζέλου με τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Οι παραπάνω στρατιωτικές ενέργειες του αστικού κράτους επικυρώθηκαν εκ των υστέρων με τη Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφτηκε στις 28 Ιούλη 1920 στην πόλη Σεβρ της Γαλλίας.

Η Συνθήκη των Σεβρών αποτελούσε την επιβεβαίωση του μοιράσματος των εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους νικητές του πολέμου. Ανάμεσα στα άλλα προέβλεπε: Δημιουργία ανεξάρτητων κρατών στο Κουρδιστάν και την Αρμενία, συγκρότηση κρατών στη Συρία και τη Μεσοποταμία υπό την κηδεμονία της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας, μελλοντική ίδρυση ανεξάρτητων κρατών στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη, διατήρηση της Σμύρνης υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου, αλλά με Ελληνα ύπατο αρμοστή και πραγματοποίηση δημοψηφίσματος μετά από 5 χρόνια, αποστρατιωτικοποίηση των Στενών της Μαύρης Θάλασσας και ελεύθερη διέλευση όλων των πλοίων, περιορισμό του τουρκικού στρατού σε 35.000 άνδρες και της Χωροφυλακής σε 15.000, κατάργηση του πολεμικού στόλου της Τουρκίας, επέκταση των διομολογήσεων σε όλους τους συμμάχους, παραμονή της Κωνσταντινούπολης στην Τουρκία υπό όρους και με αναγνώριση του δικαιώματος της Μ. Βρετανίας να την καταλάβει σε περίπτωση παράβασής τους.

Οι παραπάνω όροι αναζωπύρωσαν τον τουρκικό εθνικισμό. Λίγες μέρες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, ο Κεμάλ Ατατούρκ πέρασε στην Ανατολία και άρχισε να οργανώνει την ένοπλη αντίσταση. Ηδη Τούρκοι αντάρτες επιτίθεντο εναντίον των υπό ελληνική διοίκηση εδαφών. Ταυτόχρονα, οξύνονταν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί άρχισαν να αντιμετωπίζουν τον Κεμάλ ως πιθανό αντίβαρο στο ρόλο των Βρετανών στην περιοχή.

Η επερχόμενη καταστροφή των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής είχε αρχίσει.

Η αντίστροφη μέτρηση

Ηδη από τις 7 Οκτώβρη 1921, η Γαλλία είχε αποφασίσει την αποχώρηση των δυνάμεών της από την Κιλικία και αναγνώρισε ως νόμιμη κυβέρνηση της Τουρκίας αυτήν του Κεμάλ.

Η μεταστροφή της Γαλλίας συνδεόταν άμεσα με την προσπάθειά της να προσεταιριστεί την Τουρκία, διαρρηγνύοντας έτσι τις σχέσεις της τελευταίας με τη Σοβιετική Ρωσία, όπως επέβαλλαν τα συμφέροντα του γαλλικού κεφαλαίου. Η προσπάθεια ήταν πράγματι επιτυχής.

Την περίοδο Οκτώβρη 1921 - Μάρτη 1922, οι διπλωματικές επαφές της κυβέρνησης Γούναρη στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με σκοπό την οικονομική ή στρατιωτική ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων, απέβησαν άκαρπες, ακόμα και από την πλευρά της Μ. Βρετανίας, η οποία έως τότε υποστήριζε τις ελληνικές αξιώσεις.

Το Μάρτη του 1922 πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι η Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη των Τριών Δυνάμεων (Αγγλία - Γαλλία - Ιταλία), που αποφάσισε να διαβιβάσει στην Ελλάδα και την Τουρκία προτάσεις ανακωχής. Η συνδιάσκεψη έγινε εν μέσω αγγλογαλλικών συγκρούσεων για τον έλεγχο των Στενών, που η Αγγλία προσπαθούσε να διατηρήσει.

Η συνδιάσκεψη κατέληξε σε κείμενο πρότασης ανακωχής που θα διαρκούσε τρεις μήνες. Προέβλεπε εδαφικές παραχωρήσεις από την Ελλάδα, καθώς ο στρατός έπρεπε να αποχωρήσει όχι μόνο από την περιοχή της Σμύρνης, αλλά και από μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Θράκης, ενώ περιλάμβανε μόνο γενικές αρχές όσον αφορά την προστασία των χριστιανικών μειονοτήτων της Τουρκίας και της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα. Η πρόταση έγινε αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση, όμως δεν έγινε αποδεκτή από τον Κεμάλ, ο οποίος ζητούσε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού αμέσως μετά την υπογραφή της ανακωχής.

Στις 3 Απρίλη 1922, ο Γούναρης ειδοποίησε από τη Γενεύη το υπουργείο Εξωτερικών ότι επίκειται αποχώρηση και των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων. Η αποχώρηση του γαλλικού και ιταλικού στρατού δεν τροποποίησε μόνο το συσχετισμό δυνάμεων, αλλά συνοδεύτηκε και με την τροφοδοσία των δυνάμεων του Κεμάλ με σημαντικό οπλισμό.

«Είχε πλέον εδραιωθή η πεποίθησις ότι αι θυσίαι απέβαινον άκαρποι»

Στις 3 Μάη 1922 η κυβέρνηση Γούναρη παραιτήθηκε, παρότι εξασφάλισε οριακή ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε από τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Στράτο, δεν κατόρθωσε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης και έτσι στις 9 Μάη του 1922 ψηφίστηκε πρωθυπουργός ο Πρωτοπαπαδάκης, αποτελώντας πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης των Γούναρη και Στράτου. Στο μεταξύ, η κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν εξαιρετικά άσχημη, αφού το ηθικό του, όπως αναφέρει η σχετική Ιστορία του ΓΕΣ, «υπέστη διάβρωσιν και μείωσιν (...) Είχε πλέον εδραιωθή η πεποίθησις (...) ότι αι ταλαιπωρίαι, οι κίνδυνοι, οι μόχθοι και αι θυσίαι απέβαινον άκαρποι...».

Εκείνη την εποχή, όπως υποστηρίζει ο Κορδάτος, Σοβιετικός αντιπρόσωπος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του υπουργείου Εξωτερικών και Στρατιωτικών της ΕΣΣΔ ήρθε στην Ελλάδα με σουηδικό διαβατήριο και ζήτησε συνάντηση με τον γραμματέα του Κόμματος. Ο Σοβιετικός αντιπρόσωπος κατέθεσε μια πρόταση ειρήνευσης με ταυτόχρονη αυτονόμηση της περιοχής της Μικράς Ασίας. Για την υποστήριξή της, η ΕΣΣΔ ήταν πρόθυμη να σταματήσει κάθε μορφή υποστήριξης προς τον Κεμάλ.

Οι λόγοι που επέβαλαν αυτήν την πρόταση από την ΕΣΣΔ ήταν, κατά τον Σοβιετικό αντιπρόσωπο, οι παρασκηνιακές συνεννοήσεις ανάμεσα στον Κεμάλ και το βρετανικό και το γαλλικό ιμπεριαλισμό, μέρος των οποίων αφορούσε και την εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη.

Στη βάση της συγκεκριμένης πρότασης, ο Γ. Κορδάτος συναντήθηκε με τον Ν. Στράτο (Γιάνης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1959, σελ. 566 - 568). Αν και δεν υπάρχει άλλη ιστορική πηγή που να αναφέρει τις συγκεκριμένες συναντήσεις και το περιεχόμενο των συζητήσεων, ένα άρθρο του Κορδάτου στον «Ριζοσπάστη» τις ίδιες μέρες φαίνεται ότι επιβεβαιώνει τη σοβιετική διπλωματική κινητικότητα: «Μια μόνη σωτηρία υπάρχει. Να στραφούμε προς την Μόσχαν. Μάλιστα εις την σοβιετικήν Μόσχαν και να αναθέσουμε εις την σοβιετικήν κυβέρνησιν να μας βγάλη από το αδιέξοδον. Τα υψηλά και μεγάλα ιδανικά του Κομμουνισμού και της Ρώσσικης Επαναστάσεως εγγυώνται εις όλους τους λαούς την πλέον αμερόληπτον απονομή του δικαίου. Η Μόσχα ως διαιτητής μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος είνε η μόνη διέξοδος (...) Εάν υπάρχει ακόμη καιρός για να προλάβωμεν την επερχόμενην θύελλαν και καταστροφήν, εάν εις τους αστούς κυβερνώντας πολιτικούς υπάρχει ίχνος πολιτικής φρονήσεως θα εγκολπωθούν το σύνθημά μας, προς την Μόσχαν» («Ριζοσπάστης», 20-5-1922).

Η συγκεκριμένη πρόταση δεν υιοθετήθηκε και λίγο αργότερα άρχισαν οι διωγμοί των στελεχών του ΣΕΚΕ (Κ).

Η καταστροφή

Η κορύφωση του δράματος συνέβη όταν άρχισε η αντεπίθεση του Κεμάλ Ατατούρκ στις 13 Αυγούστου 1922. Την επόμενη μέρα άρχισε η υποχώρηση του ελληνικού στρατού, που γρήγορα μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Οπως έχει γράψει ο Κορδάτος στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», φεύγοντας ασύντακτοι έκαιγαν και κατέστρεφαν χωριά (τόμ. ΧΙΙΙ, σελ. 577).

Στις 26 Αυγούστου οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν από τη Σμύρνη, ενώ στις 27 Αυγούστου μπήκε στην πόλη ο τουρκικός στρατός.

Την επόμενη μέρα, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιοποίησε την κοινή ανακοίνωση του ΣΕΚΕ (Κ) και της ΓΣΕΕ:

«Η χώρα αντιμετωπίζει σήμερον δεινήν κατάστασιν, στρατιωτικήν, πολιτικήν, οικονομικήν, κοινωνικήν, διεθνή, της οποίας θύμα είναι η μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού.

Τας συμφοράς της παράφρονος επιχειρήσεως του Σαγγαρίου η οποία εστοίχισεν την ζωήν εις δεκάδας χιλιάδας εργατών και χωρικών επηκολούθησεν η τελευταία συμφορά του μετώπου, της οποίας η συνέπεια δεν ήταν μόνο ο άδικος θάνατος χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών, αλλά και οι κίνδυνοι που εδημιουργήθησαν εις τους δυστυχείς ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, κίνδυνοι ριζικής εξοντώσεως (...) Το Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα (Κομμουνιστικόν) και η Γενική Συνομοσπονδία της Ελλάδος φρονούν ότι η χώρα δεν δύναται να συνέλθη εκ της κρίσεως την οποίαν τα επελθόντα εξ αιτίας της ακολουθηθείσης μέχρι τούδε πολιτικής γεγονότα εδημιούργησαν εάν δεν πραγματοποιηθούν αμέσως και άνευ αναβολής τα κάτωθι υποδεικνυόμενα μέτρα:

1) Γενική αποστράτευσις. 2) Γενική αμνηστεία όλων των πολιτικών και στρατιωτικών αδικημάτων. 3) Αποζημίωσις των αποστρατευμένων εφέδρων, των χηρών και ορφανών του πολέμου και των τραυματιών και των αναπήρων δι' ειδικής βαρύτατης φορολογίας των εκ του πολέμου πλουτισάντων. 4) Αμεσος παραχώρησις των τσιφλικιών εις τους καλλιεργητάς των. 5) Διάλυσις της μηδέν πλέον εκπροσωπούσης εθνοσυνελεύσεως και άμεσος διενέργεια εκλογών επί τη βάσει του συστήματος της αναλογικής αντιπροσωπείας, του μόνου δυνάμενου να δώση διέξοδον εις τα πολιτικά πάθη, να ισορροπήση τας αντιμαχόμενας πολιτικάς δυνάμεις και να εξασφαλίση εις τας εργαζόμενας τάξεις την εν τω κοινοβουλίω εκπροσώπησίν των. 6) Αμεσος και πλήρης αποκατάστασις των συνταγματικών ελευθεριών, καταργουμένης της λογοκρισίας και της απαγορεύσεως των πολιτικών συγκεντρώσεων. 7) Αμεσος αποφυλάκισις όλων των αδίκως καταδικασθέντων αγωνιστών της εργατικής τάξεως» (Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα, τόμ. 1ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1974, σελ. 250, 252 - 253).

Η Σμύρνη στις φλόγες

Στις 31 Αυγούστου η Σμύρνη παραδόθηκε στις φλόγες ενώ χιλιάδες, ξεριζωμένοι πια, είχαν φύγει και συνέχιζαν να φεύγουν προς την Ελλάδα, με όποια μέσα μπορούσαν, για ν' αποφύγουν τη σφαγή. Είναι γνωστή η στιχομυθία Παπανδρέου - Στεργιάδη: Σύμφωνα με τον Γ. Παπανδρέου, ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, Αριστείδης Στεργιάδης, του είχε πει: «Βλέπω την κατάρρευσιν». «Και γιατί δεν ειδοποιείς τον κόσμον να φύγη;», ρώτησε ο Παπανδρέου. Και απαντά ο Στεργιάδης: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα» (Γρηγόριος Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Α΄, εκδ. «Ικαρος», Αθήνα, 1974, σελ. 16).

Η ισχυρή ναυτική δύναμη (τουλάχιστον 21 αμερικανικών, αγγλικών και γαλλικών πολεμικών πλοίων) που βρισκόταν αγκυροβολημένη στο λιμάνι της Σμύρνης, όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει την καταστροφή της πόλης και των κατοίκων της, αλλά αντιθέτως. Εχει γράψει χαρακτηριστικά η Διδώ Σωτηρίου:

«Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες παίζανε εμβατήρια (...) για να μην φτάνουν ίσαμε τ' αυτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου (...) Μία, μόνο μία κανονιά, μια διαταγή έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε. Μόνο χτυπούσαν με λοστούς τα χέρια των αμοίρων Μικρασιατών, που κατάφερναν να φτάσουν ως τα καράβια τους, τους περίχυναν με ζεματιστά νερά και τους πετούσαν πίσω στη θάλασσα...» (Διδώ Σωτηρίου, «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο», εκδ. «Κέδρος», Αθήνα, 1975, σελ. 96).

Στο ίδιο έργο σημειώνεται ότι αντίθετη με τη στάση των Αγγλογάλλων και των Αμερικανών ήταν η στάση των Σοβιετικών στην Κοτύωρα του Πόντου. Αναφέρει ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος: «Οι "άθεοι" Μπολσεβίκοι, εν αντιθέσει προς ό,τι δεν έπραξαν αι "χριστιανικαί" Δυνάμεις της Δύσεως διά του κολοσσιαίου αυτών στόλου κατά την εν μηνί Αυγούστω 1922 πυρπόλησιν και σφαγήν της Σμύρνης (...) περισυνέλεξαν όλον τον χριστιανικόν εκείνον κόσμον και τον μετέφεραν με ασφάλεια στην Τραπεζούντα».

Ακόμα: «Τα πληρώματα των εν Σμύρνη ναυλοχούντων πολεμικών των απέκοπτον τας χείρας και έθραυον τας κεφαλάς των δυστυχών εκείνων Ελλήνων, που ενόμιζαν ότι ημπορούσαν, αποφεύγοντες την τουρκικήν μάχαιραν, να εύρουν άσυλον και προσωρινήν φιλοξενίαν εις τα πολεμικά σκάφη» (Γιάνης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1959, σελ. 577).

Και ενώ συνέβαιναν αυτά, στις 10 Σεπτέμβρη ο φρούραρχος Αθηνών αποπειράθηκε να αποσπάσει τα ηγετικά στελέχη του ΣΕΚΕ (Κ) από τις φυλακές Συγγρού και να τα εκτελέσει, αλλά ο διευθυντής των φυλακών δεν παρέδωσε τους κρατούμενους (Νίκος Ψυρούκης, «Η Μικρασιατική Καταστροφή» 1918 - 1923, εκδ. «Επικαιρότητα», Αθήνα, 1975, σελ. 183).

Εξιλέωση με έξι εκτελέσεις

Στις 11 Σεπτέμβρη εκδηλώθηκε κίνημα στις ναυτικές και στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί στη Χίο και τη Μυτιλήνη.

Εγραψε σχετικά ο Γ. Κορδάτος: «Στις 13 Σεπτέμβρη το πρωί ο διευθυντής της εφημερίδας "Αθηναϊκή" Ομηρος Ευελπίδης, ήρθε στη φυλακή και με ζήτησε (...) Μου είπε πως η κατάσταση στο μέτωπο είναι απελπιστική. Και ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος κάλεσε την περασμένη νύχτα (12 Σεπτέμβρη) τον Μεταξά στο Τατόι και τον παρακάλεσε να αναλάβει το σχηματισμό νέας κυβέρνησης, γιατί οργανώνεται από το στρατό και το ναυτικό, που έχει συγκεντρωθεί στη Χίο, με αρχηγό τον Πλαστήρα, επαναστατικό, αντιδυναστικό κίνημα. Ο Μεταξάς δέχτηκε με την προϋπόθεση να πάρουν μέρος στη νέα κυβέρνηση και οι κομμουνιστές, γιατί μόνο αυτοί μπορούν να αντιμετωπίσουν τον Πλαστήρα, επειδή μόνο σ' αυτούς θα υπακούσουν οι στρατιώτες. (...) Σας δίδει δύο υπουργεία (...) Στη μία ώρα, ήρθε πάλι ο Ευελπίδης στις φυλακές Συγγρού. Αυτή τη φορά ήταν μαζί του και ο Μεταξάς. Ανταλλάξαμε ένα χαιρετισμό και ο Μεταξάς συνοφρυωμένος και περίλυπος μου είπε: "Κύριε, εις την Μικράν Ασίαν έχει συντελεσθή καταστροφή πρωτοφανής εις τα χρονικά της ελληνικής ιστορίας. Επικαλούμαι τον πατριωτισμόν σας και σας προτείνω να λάβετε μέρος στην κυβέρνησιν που ενδεχομένως θα σχηματίσω αν ευδοκήση η Α.Μ. ο βασιλεύς Κωνσταντίνος. Αντιλαμβάνεστε ότι εάν επικρατήσουν οι πλαστηρικοί δεν θα μείνη τίποτα όρθιον εις τον τόπον αυτόν. Πρώτους που θα πλήξουν και θα εξοντώσουν οι βενιζελικοί θα είσθε υμείς (...)» (Γιάνης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1959, σελ. 579).

Δεν υπάρχουν αξιόπιστες πηγές για το αν με την πρόταση αυτή ο Μεταξάς επιδίωκε να καταλαγιάσει τα αντιβασιλικά αισθήματα του λαού ή να εμπλέξει το ΣΕΚΕ (Κ) στην αστική διαμάχη, για να το καταστήσει ακίνδυνο, ή και για τα δύο. Η φυλακισμένη ηγεσία του ΣΕΚΕ (Κ), σωστά πράττοντας, απέρριψε την πρόταση συμμετοχής στην κυβέρνηση. Εξάλλου, λίγες μέρες πριν, στις 27 Αυγούστου, ο ίδιος ο Μεταξάς είχε γράψει στην εφημερίδα «Χρονικά» ότι υπεύθυνοι της ήττας ήταν οι κομμουνιστές. Τα ίδια είχε γράψει δύο μέρες νωρίτερα και η εφημερίδα «Καθημερινή», ενώ νωρίτερα έκανε λόγο για συνεργασία Βουλγάρων κομμουνιστών, κεμαλικών και Ελλήνων κομμουνιστών.

Στη διάρκεια της 13ης Σεπτέμβρη τα τμήματα του στρατού που πρόσκειντο στους κινηματίες έφτασαν στο Λαύριο και από εκεί έστειλαν τελεσίγραφο στην Αθήνα.

Στις 14 Σεπτέμβρη πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα κίνημα υπό τον Θ. Πάγκαλο, ο οποίος συνέλαβε εκατοντάδες οπαδούς του βασιλιά, με σκοπό να τους τουφεκίσει.

Την ίδια μέρα, παραιτήθηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ανέλαβε ο Γεώργιος Β', ενώ την επομένη μπήκαν στην Αθήνα τα στρατεύματα που βρίσκονταν στο Λαύριο και την εξουσία ανέλαβαν οι Γονατάς - Πλαστήρας - Φωκάς, ηγέτες του στρατιωτικού κινήματος.

Στις 17 Σεπτέμβρη ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη χώρα, ενώ σχηματίστηκε κυβέρνηση με προσωρινό πρωθυπουργό τον Σωτήριο Κροκιδά.

Στις 26 Σεπτέμβρη κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και 4 μέρες αργότερα η κυβέρνηση αποδέχτηκε την ανακωχή των Μουδανιών. Στη βάση της συνθήκης ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να αποχωρήσει και από την Ανατολική Θράκη (Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Η δίκη των έξι», εκδ. ΔΟΛ, σελ. 20).

Η όξυνση των αντιθέσεων του αστικού πολιτικού συστήματος, αλλά και η προσπάθεια καταλαγιάσματος της λαϊκής αγανάχτησης συνεχίστηκαν με την παραπομπή σε δίκη οκτώ ηγετικών παραγόντων της βασιλόφρονης παράταξης, που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική εκστρατεία (Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Ν. Θεοτόκης, Γ. Μπαλτατζής και Γ. Χατζανέστης, ο υποναύαρχος Μιχαήλ Γούδας και ο υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός), παρότι υπεύθυνες ήταν εξίσου και οι δύο αστικές πλευρές.

Στις 24 Οκτώβρη παραπέμφθηκαν σε έκτακτο στρατοδικείο. Στις 31 Οκτώβρη ξεκίνησε η δίκη στο κτίριο της Βουλής (σημερινή Παλιά Βουλή) και στις 15 Νοέμβρη εκδόθηκε η απόφαση του στρατοδικείου, με την οποία καταδικάστηκαν σε θάνατο και την ίδια μέρα εκτελέστηκαν, παρά τις έντονες αντιδράσεις της Μ. Βρετανίας, οι έξι πρώτοι. Η δίκη έχει επικρατήσει στην ιστοριογραφία να ονομάζεται «δίκη των έξι». Οι δύο τελευταίοι καταδικάστηκαν σε ισόβια.

Η διαχείριση από τη βενιζελική παράταξη των συνεπειών της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που ξέσπασε από τη στρατιωτική ήττα της Μικρασιατικής εκστρατείας, αλλά και η αδυναμία του ΣΕΚΕ (Κ) εκείνη την περίοδο να στρέψει τη λαϊκή αγανάχτηση εναντίον του συνόλου των αστικών πολιτικών δυνάμεων και της αστικής εξουσίας, επέτρεψαν στην τελευταία να ανασυνταχθεί και να θωρακιστεί, συντηρώντας την επιρροή των αστικών πολιτικών δυνάμεων στους κόλπους των εργατικών και λαϊκών μαζών.